- αντιστρατεύομαι
- αντιστρατεύομαι, αντιστρατεύτηκα και αντιστρατεύθηκα βλ. πίν. 20
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἀντιστρατεύομαι — take the field pres ind mp 1st sg ἀντιστρατεύομαι take the field pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιστρατεύομαι — (Α ἀντιστρατεύομαι κ. εύω) εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι νεοελλ. αντίκειμαι, αντιβαίνω σε κάτι αρχ. 1. εκστρατεύω, κάνω πόλεμο εναντίον κάποιου 2. εκστρατεύω κι εγώ … Dictionary of Greek
αντιστρατεύομαι — εύτηκα, εναντιώνομαι, είμαι αντίθετος σε κάτι: Οι εργάτες νομίζουν ότι το νομοσχέδιο για τις απεργίες αντιστρατεύεται στα συμφέροντά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιστρατεύσεται — ἀντιστρατεύομαι take the field aor subj mp 3rd sg (epic) ἀντιστρατεύομαι take the field fut ind mp 3rd sg ἀ̱ντιστρατεύσεται , ἀντιστρατεύομαι take the field futperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἀντιστρατεύομαι take the field aor subj mid 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρατευομένων — ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp fem gen pl ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp masc/neut gen pl ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp fem gen pl ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρατευόμενον — ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp masc acc sg ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp neut nom/voc/acc sg ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp masc acc sg ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρατεύει — ἀντιστρατεύομαι take the field pres ind mp 2nd sg ἀντιστρατεύομαι take the field pres ind mp 2nd sg ἀντιστρατεύομαι take the field pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρατευομένη — ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρατευομένην — ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρατευομένοις — ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp masc/neut dat pl ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)